- σταυροφόροι
- σταυροφόροςbearing a crossmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ставрофоры — (σταυροφόροι) крестоносители, т. е. лица, носящие большой запрестольный крест при религиозных процессиях (как на Востоке, так и на Западе). Обычай идти впереди религиозной процессии особо для того назначенному лицу из клира ведет свое начало от… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Σταυροφορίες — Ονομάζονται έτσι οι πολεμικές εκείνες επιχειρήσεις των Δυτικοευρωπαίων (11ος 13ος αι.), που εγκαινιάζονται με πρωτοβουλία των παπών και στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς και ειδικότερα από τους Σελτζούκους Τούρκους, και… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Αντιόχεια — I (τουρκ. Antakya).Πόλη (151.500 κάτ. το 2002) της νότιας Τουρκίας, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, πρωτεύουσα της επαρχίας Χατάι (5.403 τ. χλμ., 1.297.000 κάτ. το 2002). Χτισμένη στον ποταμό Ορόντη, περίπου 30 χλμ. από τη Μεσόγειο, σε μια εύφορη… … Dictionary of Greek
Κομνηνός — I Επώνυμο δυναστείας αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Η δυναστεία των Κ. βασίλευσε από το 1081 έως το 1185, δίνοντας πέντε αυτοκράτορες. Η εποχή των Κ. διαδέχθηκε μια περίοδο την οποία χαρακτήρισαν σοβαρά εξωτερικά και εσωτερικά προβλήματα: η… … Dictionary of Greek
Μανσούρα — (El Mansurah). Πόλη (369.621 κάτ. το 1996) της Αιγύπτου και πρωτεύουσα του κυβερνείου Ελ Ντακαλίγια (3.471 τ. χλμ., 4.223.655 κάτ. το 1996) στην Κάτω Αίγυπτο. Βρίσκεται στο ΒΑ τμήμα του δέλτα του Νείλου και στη δυτική όχθη του παραπόταμου… … Dictionary of Greek
Монашество — (монахи, монастыри от греческих сл. μόνος один, одинокий, μονάζειν быть одному, жить уединенно, μοναχός, μοναστής живущий уединенно, μοναστήριον уединенное жилище) значит первоначально уединенное, одинокое житье. Это название применяется, однако … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Экзокатакилы — (εξωκατάκοιλοι) так назывались шесть высших сановников при константинопольском патриархе, начальствовавших над шестью советами (σεκρέτον), в которых сосредоточивались дела по той или другой отрасли управления. Из множества догадок ученых о… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Монашество — Эта статья или раздел нуждается в переработке. декабрь 2006 Пожалуйста, улучшите статью в соответствии с правилами написания статей … Википедия